Ακάκιε, όποιος χαϊδεύει το πέος του δεν πάει να πει πως κατ’ ανάγκην αυνανίζεται. Μπορεί και να σκέφτεται. Αλλά, κι όποιος πάλι χαϊδεύει το πέος του δεν σημαίνει πως σκέφτεται. Μπορεί, και μάλλον, αυνανίζεται.
DiMiTrIs LiAnTiNiS
"..γιατί η διαφορά η τρομερή εστάθηκε ότι οι ποιητές, που μοιάζαν την αλήθεια, είπανε ψέματα. Εγώ όμως, που μοιάζει με τα ψέματα, έζησα την αλήθεια".
Τζoρτζ Μπερναρντ Σω
«Ο λογικός άνθρωπος προσαρμόζει τον εαυτό του στον κόσμο. Ο παράλογος αντίθετα επιμένει να προσαρμόζει τον κόσμο στον εαυτό του…»
katerinoula gogou
Η μοναξιά...
Η μοναξιά...δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια της συννεφένιας γκόμενας.Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιώνκαι στα παγωμένα μουσεία.Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών "καλών" καιρώνκαι ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάςμενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια,βοιδίσο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούςκι ασορτί εσώρουχα.Η μοναξιά.Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιάκαι μετριέται πιάτο-πιάτομαζί με τα κομμάτια τουςστον πάτο του φωταγωγού.Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά Μπουρνάζι - Αγ. Βαρβάρα - ΚοκκινιάΤούμπα - Σταυρούπολη - Καλαμαριά.Κάτω από όλους τους καιρούς,με ιδρωμένο κεφάλι.Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ' αλυσίδες τα τζάμιακάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγήςβάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησίαείναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτεςπουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσαστα σκλαβοπάζαρα της γης - εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-ξυπνήστε πρωί.Ξυπνήστε να τη δείτε.Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτατο γερμανικό νούμερο στους φαντάρουςκαι τα τελευταίαατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝστα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο που ξεπουλάν τη φάρα της χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικοκρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.Η μοναξιά,η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω,είναι τσεκούρι στα χέρια μας,,που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει............
"Ο ποιητής δεν προετοιμάζει το θάνατό του με την σπατάλη της ζωής του, όπως συμβαίνει με τους πολλούς, αλλά πραγματοποιεί τη ζωή του με την σπατάλη του θανάτου του. Σαν τον μυθικό Ερυσίχθονα, τρέφεται με τις σάρκες του κι όταν σπαράξει και το τελευταίο κομμάτι τους, πεθαίνει. Ακριβώς την ώρα που ο θάνατος δεν βρίσκει τίποτα να του πάρει"
kostas karuotakis
Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας. Κ.Γ.Κ. [Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
manos xatzidakis
ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ Νιώθω Έλληνας αν αυτό σημαίνει Ευρωπαίος. Κι Ευρωπαίος, αν αυτό συμπεριλαμβάνει την Ελληνικότητά μου. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ Δεν μ' αρέσει να παριστάνω τον πολύ Έλληνα. Θέλω να είμαι όσο είμαι. Καιρός είναι η έννοια Έλληνας να δώσει τη θέση της στην έννοια άνθρωπος. Και τότες πιστεύω πως θα συνδεθούμε με μια πιο βαθιά παράδοση που, κατά σύμπτωση, είναι κι αυτή γνησίως ελληνική. Ο,ΤΙ ΕΧΩ ΙΕΡΟ Να περιφρονώ τις συνήθειες των πολλών, τη λογική του κράτους και την ‹ηθική› των συγγενών μου. Να αγαπώ με πάθος τους κυνηγημένους, τους ανορθόδοξους και τους αναθεωρητές Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Πάντα μ' απασχολούσε το γνωστό εμβατήριο όσες φορές τ' άκουγα. Έλεγα μέσα μου, τι άραγες εννοεί; Σκέφτηκα, σαν κάτι να φωτίστηκε μέσα μου, εφόσον η Ελλάδα δεν πεθαίνει ποτέ, πάει να πει πως και ποτέ δεν θα αναστηθεί...
dimitris liantinis
Σε νίκησα Θάνατε! Σας είχα προειδοποιήσει, μα δεν με πιστέψατε... "Θα πεθάνω, Θάνατε, όχι όταν θελήσεις εσύ, αλλά όταν εγώ θα θελήσω. Σε τούτη την έσχατη ολική πράξη, δεν θα γίνει το δικό σου, αλλά το δικό μου. Παλεύω τη θέλησή σου. Παλεύω τη δύναμή σου. Σε καταπαλεύω ολόκληρον. Μπαίνω μέσα στη γη, όταν εγώ αποφασίσω, όχι όταν αποφασίσεις εσύ. Και σένα σε αφήνω ρέστο και ταπί. Με βλέπεις κατεβασμένο στον Άδη αφεαυτού μου και αυτοθέλητα. Και ανατριχιάζεις εσύ και το βασίλειό σου. Ο τάφος, η ταφόπλακα, το σκοτάδι, το ποτέ πια και όλα σου τα υπάρχοντα μπροστά στην πράξη μου και στην επιλογή μου μένουν εμβρόντητα και χάσκουν".
Anamnisi?
parelthon i mellon?
Κικέρων (Ρωμαίος αυτοκράτορας, φιλόσοφος και πολιτικός)
«Να θυμάσαι ότι δεν είσαι θνητός, μόνο το σώμα σου είναι θνητό. Αυτό που είναι ζωντανό δεν είναι το σώμα σου, αλλά το πνεύμα που ζει μέσα στο σώμα σου. Μια αόρατη δύναμη οδηγεί το σώμα σου, όπως ακριβώς μια αόρατη δύναμη οδηγεί τον κόσμο»
oduseas elytis
Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος,στόν Παράδεισο Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποιΘά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότηταΜέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου. Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονταιΧωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν Εάν είναι αλήθειαΜιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"Μιά στόν αέρα μιά στή μουσική Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μαςΠού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σούΚι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω απότούς καταρράχτεςΕάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώΤό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό Στόν τοίχο μέ τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιάΤή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρόΤήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος. Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μέναΕπειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρωΝά μπαίνω σάν ΠανσέληνοςΑπό παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανήσεντόνιαΝά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμηΑποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοέςΥπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμεΑκουστά σ’έχουν τά κύματαΠώς χαιδεύεις,πώς φιλάς Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ" Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμοΠάντα εμείς τό φώς κι η σκιάΠάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενοΠάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιάΤό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιάΨηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδεςΤά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνειΠάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνειΤό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώΕπειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό Εξαργυρώνει: Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμοΤόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιάΤριγύρω η θάλασσα η δεσποτικήΚαμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοήΠού πιά δέν έχω τίποτε άλλοΜ ές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μουΝά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποιΕπειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα. Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ’ακούς Τ ό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούςΜαχαίριΣάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούςΕίμ’εγώ,μ’ακούς Σ’αγαπώ,μ’ακούς Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβεςΘά’ρθει μέρα,μ’ακούςΝά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοιΛαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούςΝά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,ν’ακούς Τών ανθρώπων Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει Στά νερά ένα-- ένα , μ’ακούςΤά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούςΌπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίωνβγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούςΈνα πέρασμα βαθύ νά περάσω Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούςΠουθενά δέν πάω ,μ’ακους Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς Τής αγάπης Μιά γιά πάντα τό κόψαμεΚαί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούςΔέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούςΜές στή μέση τής θάλασσαςΑπό τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς Άκου,άκου Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς; Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς. Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχουςΑπό τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθωΠού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσειΓιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέριΠιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύροΤου γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιάΣτό λόφο κυματίζοντας αριστερά Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικούΜάτια της περηφάνειας καί του διάφανουΒυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλοΜόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλήςΜέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωήΝά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτιαΟύτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυροΓιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνιαΓιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή. Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούςΗ πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνάτής θάλασσας Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνειΣάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθείΚαί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου ! Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδίνεογέννητο Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθείΑς είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλοΜόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο ! Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησίΑπαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσαΜέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρήΈχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώΝά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώΝά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερόκαι μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο...
1 σχόλιο:
Καλό! Είσαι ή το παίζεις παράνοια;Πόσα θες να μας τρελάνεις;
Δημοσίευση σχολίου